Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλικρείων — ἁλικρείων ( οντος), ο (Μ) ο αλικράτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κρείων «κυβερνήτης, κύριος»] … Dictionary of Greek
ἁλικρείων — lord of the sea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)